- εξάβραχυς
- ἑξάβραχυς, -υ (Α)στίχος που αποτελείται από έξι βραχείες συλλαβές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek